- Βακχιώτης
- Βακχ-ιώτης, ου, ὁ,A = Βακχευτής, S.OC678 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βακχιώτης — βακχιώτης, ο (Α) [Βάκχος] ο βακχευτής … Dictionary of Greek
βακχιώτας — βακχιώτᾱς , Βακχιώτης masc acc pl βακχιώτᾱς , Βακχιώτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek